-
1 σταυροπροσκύνηση
σταυροπροσκύνηση ηпоклонение святому кресту;ΦΡ.Κυριακή τής Σταυροπροσκυνήσεως — Неделя Крестопоклонная – 3-е Воскресенье Великого ПостаΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > σταυροπροσκύνηση
См. также в других словарях:
σταυροπροσκύνηση — η / σταυροπροσκύνησις, ήσεως, ΝΜ 1. η προσκύνηση τού τίμιου σταυρού 2. φρ. «Κυριακή τής Σταυροπροσκυνήσεως» η τρίτη Κυριακή τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής, οπότε προβάλλεται στους πιστούς για προσκύνηση ο τίμιος σταυρός … Dictionary of Greek
σταυροπροσκύνηση — η 1. προσκύνηση του Tίμιου Σταυρού. 2. «Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως», η τρίτη Κυριακή της Μεγάλης Σαρακοστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ВСТРЕЧА АРХИЕРЕЯ — чин торжественной встречи епископа при его входе в храм для совершения службы, составляющий особенность архиерейского богослужения. Обычно В. а. называют не только непосредственно встречу епископа духовенством, но также чин совершения архиереем… … Православная энциклопедия
τεσσαρακοστή — Η σαρακοστή κατά την ιερατική ορολογία. Σαρανταήμερη νηστεία, που ανάγεται στους προχριστιανικούς χρόνους. Η γιορτή του Πάσχα, γιορτή καθαρά εβραϊκή, διατηρήθηκε και από τους Χριστιανούς με την καθιέρωση νηστείας πριν την έλευσή της. Πάντως, έως… … Dictionary of Greek
νηστεία — Η εθελοντική ή υποχρεωτική αποχή από την τροφή γενικά ή από ορισμένες τροφές. Ο όρος χρησιμοποιείται από πολλούς λαούς για να δηλώσει κυρίως την εθελοντική αποχή από ορισμένες τροφές (ιδιαίτερα λιπαρές) για θρησκευτικούς λόγους. Η ν. ως… … Dictionary of Greek